http://www.lifo.gr/print/athinaioi/77284?ref=nl_151008#slide1
Καλλιτέχνης και εμψυχωτής. Γεννήθηκε στο Παγκράτι, ζει στο Μεταξουργείο. Εργάζεται για τα δικαιώματα των μεταναστών από τα 18 του.
Τα πρώτα μου παιδικά χρόνια τα πέρασα στο Παγκράτι, με τους γονείς και τα τρία αδέρφια μου. Η Βικτόρια είναι λογίστρια και η Σάρα διερμηνέας. Ο Μανόλης είναι μουσικός. Ο πατέρας μου ήρθε από τη Νιγηρία για σπουδές στην Ελλάδα το 1977. Σπούδασε Λογιστικά και Διοίκηση Επιχειρήσεων. Τότε οι ξένοι ήταν λίγοι. Οι άνθρωποι γύρω μας μπορεί να είχαν επιφυλάξεις, αλλά ήταν πολύ φιλικοί. Οι επιφυλάξεις προέρχονταν από το ότι δεν είχαν ξαναδεί μαύρους. Ο πατέρας μου πέρασε μια οδύσσεια για να φτάσει εδώ. Ήταν γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας, δούλευε ως δημόσιος υπάλληλος στην εταιρεία σιδηροδρομικών γραμμών και στα 25 του αποφάσισε να ταξιδέψει. Άφησε μια σίγουρη δουλειά και άρχισε την περιπλάνηση. Πήγε στο Βερολίνο, την Ελβετία, την Τουρκία κι έφτασε εδώ, όπου και σπούδασε. Και όταν τελείωσε τις σπουδές του, αποφάσισε να φέρει τη μητέρα μου. Ήταν οικογενειακή επανένωση, είχαμε κανονικά άδεια παραμονής, τα πάντα.
Τα χρόνια που θυμάμαι περισσότερο ήταν όταν μετακομίσαμε και πήγαμε στην πλατεία Αμερικής. Εκεί είχε ξεκινήσει να μαζεύεται το αφρικανικό στοιχείο. Πήγαινα σχολείο στο 8ο. Στο Δημοτικό τα παιδιά με κορόιδευαν, αλλά είχα φίλους που με προστάτευαν. Είχα καλούς δασκάλους, έκανα παντομίμα καθετί που μαθαίναμε – είχα μανία με αυτό και με ενθάρρυναν. Ασχολήθηκα πολύ και με τον αθλητισμό. Στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού μέναμε πια στον Άγιο Λουκά. Περνούσα πολύ χρόνο σε μια κατάληψη – ήταν σαν χωριό αυτή η κατάληψη, με κήπο, είχε και κοτέτσια–, μάθαινα σκάκι έκανα περιπλανήσεις. Τα προβλήματα της ένταξής μας τα ζούσε η οικογένεια, όχι εμείς. Πρόσφατα έμαθα ότι έτρεχαν να βγάλουν χαρτιά ώστε να φοιτούμε κάθε χρόνο στο σχολείο. Ήμασταν εδώ με άδεια παραμονής που διακόπηκε για μια μεγάλη περίοδο – μια δεκαετία ήμασταν στην παρανομία. Εμείς νομίζαμε ότι ήμασταν Έλληνες, για μας ήταν αυτονόητο, δεν θεωρούσαμε τους εαυτούς μας μετανάστες.
Το ότι δεν είμαι Έλληνας το κατάλαβα στα 18, όταν τελείωσα το Λύκειο και αποφάσισα να πάω στην Καλών Τεχνών. Έκανα προπαρασκευαστικά μαθήματα στη Σύρο, ελεύθερο σχέδιο με μια καθηγήτρια. Εκεί με συνέλαβαν ένα μεσημέρι – είχα τη ληξιαρχική πράξη γέννησης μαζί μου και ήμουν πολύ σίγουρος ότι όλα ήταν εντάξει. Μπήκα στο κελί για τρεις μέρες. Αποφάσισα να τα αφήσω όλα, και τις σπουδές, και να ασχοληθώ με το μεταναστευτικό. Με βασάνιζε μόνο μια ερώτηση: «Γιατί είμαι παράνομος;».
Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
Ξεκίνησα από τα 18 μου να δουλεύω με το Φόρουμ των Μεταναστών. Το θέμα της δεύτερης γενιάς μεταναστών ήταν μέσα στα αιτήματα. Μείναμε πολλά χρόνια στο κενό. Οι άδειες παραμονής ήταν συνυφασμένες μόνο με την εργασία. Ξέρουμε πια ότι υπήρχε ένα νομοθετικό κενό για εμάς, τα παιδιά δεύτερης γενιάς. Κάποια στιγμή, το 2000, έγιναν μαζικές νομιμοποιήσεις, υπήρχε το λευκό χαρτί των τέκνων αλλοδαπού. Αυτό έπρεπε να το ανανεώνεις κάθε χρόνο, μέχρι εκεί ήτανε. Δεν υπήρχε κανένας να λύσει το θέμα, αλλά υπήρχαν οι συζητήσεις με πρόταση από το Δίκτυο των Αφρικανών Γυναικών που στηρίχτηκε από φεμινιστικές οργανώσεις και το φόρουμ κι έτσι αναδείχθηκε το ζήτημα. Εγώ, λοιπόν, ήμουν εκεί. Ως νέος ήμουνα από τους πρώτους, και είτε οργάνωνα εκδηλώσεις είτε προσπαθούσα να ευαισθητοποιήσω άλλους νέους.
Τα θέματα αυτά σκέφτηκα ότι έπρεπε να τα προβάλω διαφορετικά και έτσι ξεκίνησα να το κάνω μέσα από τη δική μου δραστηριότητα, που περνάει από τον δρόμο των παραστατικών τεχνών. Ασχολιόμουνα με τη ραπ, το χιπ-χοπ, τους στίχους. Αυτό με ενδυνάμωνε. Ένιωθες ότι ήσουν σε ομάδα, ότι ανήκεις κάπου. Ήταν κάτι πολύ δυνατό. Μπορούσαμε να εκφραστούμε και πολιτικά και κοινωνικά. Αυτό με βοήθησε πολύ και με έσωσε.
Η πολιτική άρχισε να με αφορά, όσο και να ήθελα να ασχοληθώ μόνο με την τέχνη. Διάβαζα τις εφημερίδες, παρακολουθούσα τις εγκυκλίους, αν βγήκε κάποια καινούργια, ζητούσαμε να δημιουργήσουμε τις δυνάμεις που θα πίεζαν γι’ αυτό. Η ανάγκη με ωθούσε σε αυτή την κατεύθυνση. Ξύπναγα με το άγχος, στηνόμουν σε ουρές, είχα πάρε-δώσε με τις Αρχές. Αυτό που έχω συναντήσει στο γραφειοκρατικό κομμάτι είναι τρελό. Οι κυβερνήσεις έπαιζαν καθοριστικό ρόλο όλα αυτά τα χρόνια. Αλλιώς ήταν τα πράγματα επί ΠΑΣΟΚ και πολύ διαφορετικά επί ΝΔ. Δηλαδή ήμασταν μια οικογένεια που επί Δεξιάς πάντα ήμασταν στην παρανομία. Τέλος.
Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
Μετά ήρθε στη ζωή μου το θέατρο δρόμου, και εκεί ήρθα σε επαφή με καταπληκτικούς ανθρώπους. Φτιάχναμε κοστούμια, ξυλοπόδαρα, βγαίναμε στους δρόμους, κάναμε θέατρο, εμφανιζόντουσαν άλλοι καλλιτέχνες και μας μετέφεραν τις εικόνες τους. Ήταν μια κατάσταση που με προστάτευε και από το πολιτικό ζήτημα, όπου δεν έβλεπες άκρη, μόνο αδιέξοδα. Μέσα σε μια ομάδα υπήρχε στήριξη, μπορούσες να αντιμετωπίσεις τα ρατσιστικά σχόλια, γιατί απέναντι στην τέχνη ήταν όλοι ίσοι. Δεν υπήρχε η διάκριση, το χρώμα. Η τέχνη δημιουργεί χώρους ώστε να βρεις πράγματα, σου προσφέρει θεραπευτικές στιγμές, κυρίως δεν έχεις την αίσθηση ότι γκετοποιείσαι.
Η Αφρική είναι ένα κομμάτι στον χάρτη, αντικατοπτρίζεται στο χρώμα μου, στους γονείς μου, το αναζήτησα και το αναζητώ ακόμα ως μέρος της ταυτότητάς μου, αλλά μέσα από το πρίσμα ενός ανθρώπου που έχει γεννηθεί εδώ. Καλλιτεχνικά θέλω να μιλώ για τα διαπολιτισμικά θέματα, γιατί στην προσωπική μου ιστορία η τέχνη ήταν θεμελιώδης παράγοντας ενδυνάμωσης. Ταξίδεψα μέσα από την τέχνη, πήγα στη Γαλλία, έκανα περιοδείες. Με το θέατρο δρόμου πηγαίναμε σε κάτι χωριά που δεν είχαν δει ποτέ Αφρικανό, τους μιλούσα ελληνικά και πάθαιναν σοκ. Αλλά και για μένα όλο αυτό ήταν ένα μάθημα τελικά, ότι πρέπει να εκφραστούμε. Αν δεν το κάνουμε, αν δεν πούμε τι είμαστε, δεν θα μας καταλάβει κανείς. Την ώρα που μιλάς στον άλλο, καταρρίπτονται όλα όσα έχεις σκεφτεί προηγουμένως γι’ αυτόν, ακόμα και οι δικές σου φοβίες.
Έχουμε δημιουργήσει έναν διαπολιτισμικό θίασο και με το Ίδρυμα Μποδοσάκη πηγαίνουμε σε ακριτικά σχολεία: Έβρος, Κως, Ρόδος, Μυτιλήνη. Όλα αυτά τα χρόνια που ασχολούμαι με την εμψύχωση και την εκπαίδευση κατάλαβα πόσο σοβαρό είναι να χάνεσαι μέσα στην ομορφιά της τέχνης και να τη μεταδίδεις και σε άλλους, αλλά κυρίως σε παιδιά. Όλοι οι ορίζοντες είναι ανοιχτοί. Μελετάς και δοκιμάζεις διαρκώς διαύλους επικοινωνίας. Με την Αφρική, τελικά, συνδέομαι μόνο μέσω της τέχνης. Είναι το μόνο κανάλι μέσα από το οποίο μπορώ να επικοινωνήσω. Τα άλλα τα θεωρώ απαράδεκτα, φαλλοκρατικά: τον τρόπο που συμπεριφέρονται στις γυναίκες, την ιεραρχία που υπάρχει, τη διαφθορά, το πώς μεταχειρίζονται τον ίδιο τους τον εαυτό. Ταυτίζομαι περισσότερο με τα αφροαμερικανικά και αφροευρωπαϊκά κινήματα, με την αφρικανική διασπορά.
Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
O Mιχάλης Αφολάνιο είναι ιδρυτής του Πολιτιστικού Κέντρου Αφρικανικών Σπουδών Αnasa. anasaorg.wordpress.com