https://www.provocateur.gr/prisma/apopsi/158052/to-blackface-elliniki-tv/
Η ελευθερία του ατόμου σταματά, εκεί που η ελευθερία των άλλων ξεκινά»1.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως στην παγκοσμίου φήμης ρήση του Immanuel Kant ορίζεται η έννοια της ατομικής ελευθερίας, η οποία μάλιστα μπορεί να λειτουργήσει εν είδει εγχειριδίου για το πως μια κοινωνία μπορεί να «λειτουργήσει» εύρυθμα. Σαφώς, η ιστορία και η καθημερινή ζωή μας έχει αποδείξει πως δεν υπάρχουν best practices ειδικά σε περιόδους που οι συλλογικές διεκδικήσεις μοιάζουν αναγκαίες.
Διεκδικήσεις οι οποίες αφορούσαν πανανθρώπινα δικαιώματα και συνοδεύονταν από αιτήματα-ανάγκες δεν έχουν καλυφθεί επαρκώς. Πιο συγκεκριμένα, δικαιώματα όπως η πρόσβαση στις κοινωνικές παροχές ενός κράτους, ή στην αγορά εργασίας, δεν θεωρούνταν πάντοτε αυτονόητα ειδικά για ορισμένες ομάδες του πληθυσμού στην χώρα μας.
Με το ν.4332/2015 περί της κτήσης ελληνικής ιθαγένειας επιχειρήθηκαν πολιτειακά κάποια βήματα προς την κατοχύρωση ορισμένων δικαιωμάτων για τα τέκνα αλλοδαπών. Από την άλλη μεριά, δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος με βεβαιότητα πως οι αξίες της ορατότητας, της συμπερίληψης και του σεβασμού – εφόσον γίνεται λόγος για πανανθρώπινα δικαιώματα – εγκολπώθηκαν σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει.
Αν επιχειρήσουμε να εξειδικεύσουμε την συζήτηση μας και να τοποθετήσουμε ένα πλαίσιο εργασίας που να αφορά την Ελλάδα συγκεκριμένα, τότε θα διαπιστώσουμε πως τα κωλύματα δεν είναι μόνο νομικά αλλά πολλές φορές και πολιτισμικής αποδοχής. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως μπορούν να αναδυθούν στην επιφάνεια οι παθογένειες μιας συντηρητικής κοινωνίας, αποτελεί η χρήση blackface σε sketch εκπομπής της ελληνικής τηλεόρασης.
Τι είναι το blackface και πως συνδέεται με τα minstrel shows και τα coon songs
«Το blackface ξεκίνησε ως μια αμερικανική μορφή ψυχαγωγίας στην παράδοση των υπαίθριων θεατρικών παραστάσεων με πλανόδιους καλλιτέχνες (τα λεγόμενα Minstrel Shows) τον 19ο αιώνα. Στη συγκεκριμένη παράδοση, λευκοί άνθρωποι βάφονταν με μαύρη μπογιά παριστάνοντας εξευτελιστικές καρικατούρες των μαύρων ανθρώπων προκειμένου ανοιχτά και σκόπιμα να τους γελοιοποιήσουν. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο το μακιγιάζ και η εμφάνιση στο blackface είναι σκόπιμα παρατραβηγμένη και μη ρεαλιστική. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε το ιστορικό πλαίσιο εκείνης της εποχής, στην οποία επικρατούσε καθεστώς σκλαβιάς μέσω διατλαντικού εμπορίου. Σε εκείνη ακριβώς την εποχή το blackface αποτελούσε κομμάτι της συστημικής κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να υποβαθμίσει τους ανθρώπους αφρικανικής καταγωγής, και να καλλιεργήσει το ρατσιστικό κίνητρο που στη συνέχεια “δικαιολογεί” τις βίαιες πρακτικές απέναντί τους.»
Μάλιστα το blackface minstrelsy συνδέθηκε και με την μουσική, με τα λεγόμενα coon songs, το περιεχόμενο των οποίων αφορούσε μόνο στην προώθηση μια αρνητικής στερεοτυπικής εικόνας των μαύρων ανθρώπων.
Το τρίπτυχο λοιπόν blackface / minstrel shows / coon songs λειτούργησε ως όχημα για την παγίωση μιας κυρίαρχης ιδεολογίας σύμφωνα με την οποία ο λευκός θεωρούνταν ανώτερος πνευματικά και κοινωνικά, ενώ ο μαύρος χρειαζόταν εξευγενισμό, «κουβαλούσε» πρωτόγονα ένστικτα τα οποία έπρεπε να τιθασευτούν και εν κατακλείδι να βρίσκεται υπό συνεχή επιτήρηση. Δεν είναι τυχαίο πως παράλληλα με το blackface τέθηκαν σε εφαρμογή και οι νόμοι Jim Crow2 στην βάση της ιδέας “equal but separate”, μιας κοινωνικής επιταγής επιβαλλόμενης από τα πάνω.
Η πρακτική εφαρμογή του blackface στην Ελλάδα
Στο εν λόγω βίντεο η αντίληψη η οποία εντυπώνεται στον τηλεθεατή δεν έχει να κάνει τόσο με την σχέση αυτή καθαυτή ενός Έλληνα με μια ΑφροΕλληνίδα – τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο – όσο με την αντίδραση της «Ελληνίδας μάνας», η οποία σοκάρεται στην θέαση της μαύρης γυναίκας αλλά και στην αντιμετώπιση της «Besly» από τον πατέρα της οικογένειας, ο οποίος φλερτάρει την σύντροφο του γιου του.
Αρχικά θα πρέπει να μας χτυπά καμπανάκι η προώθηση του στερεοτυπικού μοντέλου το οποίο προωθείται μέχρι σήμερα και αφορά εκείνο της mother/selector – δηλαδή εκείνη η οποία θα «διαλέξει νύφη για τον γιο της». Ακόμη, εκείνο του father/hunter ο οποίος επιβάλλεται (sic!) όχι μόνο να είναι ο αρχηγός της οικογένειας αλλά και να φλερτάρει την μέλλουσα σύζυγο του γιου του. Η διακωμώδηση τέτοιων τραυματικών εμπειριών (με την συμμετοχή του κοινού σε ένα βαθμό) οδηγεί στο επικίνδυνο μονοπάτι της συγκάλυψης και της αποδοχής τους ως υπαρκτές καθημερινές συμπεριφορές εντός μιας οικογένειας.3
Γίνονται λοιπόν ευλόγως κατανοητά τα αναχρονιστικά μοτίβα τα οποία προσπαθούν (από ποιον άραγε; ) να επιβιώσουν στο πέρασμα του χρόνου. Το ζήτημα έγκειται στο ερώτημα του κατά πόσο και με ποιο τρόπο αυτό το πολιτισμικό πρότυπο έρχεται σε σύγκρουση με άλλα πολιτισμικά πρότυπα, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε άτομα διαφορετικής καταγωγής; Σε ένα δεύτερο επίπεδο η χρήση φράσεων όπως «τι ήταν αυτό το πράγμα που μου κουβάλησες παιδάκι μου;» υποδεικνύουν τον φόβο ή την καχυποψία που μπορεί να αντιμετωπίσει κάποιος σε ότι είναι άγνωστο για εκείνον. Τώρα αν θέλουμε να το εντάξουμε επακριβώς στην γραμμή την οποία κινείται το βίντεο τότε θα λέγαμε πως η «Besly» (ως πολιτισμικός Άλλος) μοιάζει με απειλή για την Ελληνική οικογένεια.
Πηγαίνοντας την σκέψη μας ένα βήμα παρακάτω λοιπόν θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί να φαντάζει ως κάτι τρομακτικό ή επικίνδυνο το σενάριο του να υπάρχει μια διαφυλετική σχέση εν έτη 2024 στην Ελλάδα; Γιατί θα πρέπει μια τέτοια σχέση να απορριφθεί από την οικογένεια; Η ενδεχόμενη φοβία του μέσου Έλληνα για τον πολιτισμικό Άλλο ο οποίος πολλές φορές έχει γεννηθεί εδώ, έχει μεγαλώσει εδώ, έχει μπολιαστεί με ορισμένες πτυχές της ελληνικής κουλτούρας και της ελληνικής πραγματικότητας, μας καταδεικνύει πλήρως εκείνο το δείγμα των αγκυλώσεων που ταλανίζουν ακόμη τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Ακόμη και το σχόλιο για το πόσο καλά μιλά τα Ελληνικά η «Besly» φέρνει στην επιφάνεια την άγνοια που μπορεί να έχει κάποιος για τους ΆφροΈλληνες.
Αναφορικά με το κομμάτι της παραγωγής του βίντεο είναι πρόδηλο πως οι υπεύθυνοι αυτής, δεν ήρθαν σε επαφή με εκπροσώπους της Μαλινέζικης κοινότητας ώστε να εξετάσουν το ενδεχόμενο φιλοξενίας κάποιου στην εκπομπή και να συζητήσουν για όλα όσα θα ήθελαν να πραγματεύονται στο βίντεο. Επίσης γίνεται κατανοητό πως δεν υπήρξε ούτε ρεπορτάζ που να αφορά τις υπάρχουσες αντιλήψεις περί των διαφυλετικών σχέσεων σε Αφρικανικές και μη κοινότητες στην Ελλάδα. Δεν υπήρξε λοιπόν καμία πρωτογενής έρευνα, παρά μόνο προχώρησαν στην υιοθέτηση μιας απεικόνισης με ρατσιστικά χαρακτηριστικά μιας γυναίκας από το Μάλι. Όλα αυτά απαντούν και στην φθηνή δικαιολογία την οποία επικαλέστηκε η παρουσιάστρια της εκπομπής πως το cast των ηθοποιών είναι συγκεκριμένο και «δεν μπορούσαμε ξαφνικά να βρούμε έναν άνθρωπο με διαφορετικό χρώμα κλπ.»
Η διεθνής τηλεοπτική πραγματικότητα
Αλγεινή εντύπωση θα πρέπει να προκαλεί το γεγονός πως ενώ υπάρχει πληθώρα παραδειγμάτων καταδίκης της χρήσης του blackface σε τηλεοπτικά προγράμματα – τα δικαιώματα των οποίων ανήκουν σε streaming κολοσσούς όπως το Netflix, το Amazon Prime, το Hulu αλλά και σε εθνικά τηλεοπτικά δίκτυα όπως το ιταλικό Rai και το γερμανικό Bayerischer Rundfunk – στην χώρα μας πήραν το πράσινο φως για την προβολή τους. Ένα από τα πλέον προβληματικά στοιχεία στην υπόθεση είναι πως το ΕΣΡ όχι μόνο δεν καταδίκασε την χρήση του blackface, τουναντίον προσπάθησε να υποβαθμίσει το γεγονός και τον βαθμό επικινδυνότητας αυτού. Μάλιστα θα έπρεπε να προηγηθεί η επίσημη καταγγελία του Πολιτιστικού Κέντρου Αφρικανικής Τέχνης και Πολιτισμών ANASA αλλά και του ΜΚΟ Generation 2.0 RED για να κινηθούν οι διαδικασίες σχετικά με το περιεχόμενο της εκπομπής.
Το σκεπτικό της απόφασης του ΕΣΡ περί χαμηλού ποιοτικά περιεχομένου, στην ουσία «κλείνει το μάτι» στην κανονικοποίηση της ρατσιστικής ρητορικής αναφορικά με την απεικόνιση του μαύρου ατόμου αλλά και στην φυσικοποίηση της αποδοχής ρατσιστικών αντιλήψεων περί μη συμπερίληψης στα ελληνικά media. Αποτελεί επίσης απόδειξη της ιστορικής άγνοιας που υπάρχει στην Ελλάδα για αντίστοιχα φαινόμενα, γεγονός που αποδεικνύει την μη βολική θέση μιας συντηρητικής κοινωνίας απέναντι σε όλα τα παραπάνω ζητήματα.
Στην ιδέα και μόνο πως κάποιος μπορεί να σκεφτεί (πόσο μάλλον να εκφράσει) ιδέες/φράσεις του τύπου: «έλα μωρέ και τι έγινε;», ή ακόμη και να μνημονεύσει την γνωστή ελληνική ταινία του 1973 με τον Κώστα Βουτσά ως αντιπαράδειγμα, τότε λέξεις όπως ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ, ΑΠΟΔΟΧΗ και ΣΕΒΑΣΜΟΣ θα πρέπει να λειτουργήσουν ως οχήματα μιας αντιστοίχως εκκωφαντικής απάντησης.
Άραγε σύμφωνα με τα όσα έχουν γραφεί παραπάνω θεωρείτε πως θα μπορούσαμε να ζήσουμε ένα σύγχρονο “equal but separate” σήμερα στην Ελλάδα;
Εμμανουήλ Σ. Καρούσος*
Κοινωνιολόγος – Κοινωνικός Ανθρωπολόγος
Υπεύθυνος Αρθρογραφίας & Περιεχομένου Podcast
Department of Black studies, Arts & histories
Πολιτιστικό Κέντρο Αφρικανικής Τέχνης και Πολιτισμών ANASA